χιτωνόζωα

χιτωνόζωα
τα, Ν
ζωολ. η πιο πρωτόγονη από τις τρεις υποσυνομοταξίες τού φύλου χορδωτά, με 1.500, περίπου, θαλάσσια, ευρέως διαδεδομένα είδη, αλλ. ουροχορδωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτώνας + ζώο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. tunicata].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Χιτωνόζωα ή Ουροχορδωτά — Θαλάσσια ζώα, που αποτελούν υποτύπο των χορδωτών. H πρώτη ονομασία τους οφείλεται στον εξωτερικό προστατευτικό χιτώνα τους, η χημική σύσταση του οποίου είναι όμοια με την κυτταρίνη των φυτών· το δεύτερο από μια ραχιαία χορδή που έχουν. Τα X.… …   Dictionary of Greek

  • πυροσώματα — Χιτωνόζωα που αποτελούν τάξη της ομοταξίας των θαλειοειδών. Οι πλαγκτονικοί αυτοί οργανισμοί έχουν μέσο μήκος 5 χιλιοστά και αποτελούν αποικίες σωληνοειδούς σχήματος· ο σωλήνας είναι διαφανής, κλειστός από τη μια άκρη και έχει γενικά μήκος που… …   Dictionary of Greek

  • ζωογεωγραφία — Κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με την κατανομή των ζώων στην επιφάνεια της Γης και στα νερά. Για τις έρευνές της, η ζ. συνεργάζεται με άλλες επιστήμες, όπως με τη φυσική γεωγραφία (με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κλίμα, την ωκεανογραφία, την… …   Dictionary of Greek

  • θαλειοειδή — τα χιτωνόζωα χορδωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ἑλληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thaliacea < thali (πρβλ. θαλία) + acea (< λατ. acous)] …   Dictionary of Greek

  • χορδωτά — Τύπος μεταζώων με αμφίπλευρη συμμετρία, το σώμα των οποίων διασχίζεται ολόκληρο ή κατά ένα μέρος –σε όλη τη ζωή τους ή μόνο στην εμβρυϊκή και νεανική περίοδο– από 3 αξονικά όργανα, που ακολουθούν πορεία από τη ράχη προς την κοιλιά και είναι: ο… …   Dictionary of Greek

  • ωοζωίδιο — το, Ν ζωολ. (στα χιτωνόζωα) άτομο που εκκολάπτεται από το αβγό και δίνει με εκβλάστηση μορφές που αναπαράγονται εγγενώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. oozoid < ωό(ν) + ζωίδιο(ν)] …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”